ἀφέρπῃ

ἀφέρπῃ
ἀφέρπω
to creep off
pres subj mp 2nd sg
ἀφέρπω
to creep off
pres ind mp 2nd sg
ἀφέρπω
to creep off
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηνόθι — Α επίρρ. σ εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ αἱ βοτάναι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ ό θι (βλ. λ. θι), πρβλ. αυτό θι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”